ξηροτριβία

ξηροτριβία
ξηροτριβίᾱ , ξηροτριβία
dry rubbing
fem nom/voc/acc dual
ξηροτριβίᾱ , ξηροτριβία
dry rubbing
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξηροτριβίᾳ — ξηροτριβίᾱͅ , ξηροτριβία dry rubbing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηροτριβία — ξηροτριβία, ἡ (Α) [ξηροτριβώ] εντριβή που γίνεται χωρίς τη χρήση λαδιού ή άλλου ελαιώδους υγρού, ξηρό τρίψιμο («αἱ ξηροτριβίαι στερεὰν τὴν σάρκα παρασκευάζουσιν», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • ξηροτριβίαι — ξηροτριβίᾱͅ , ξηροτριβία dry rubbing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηροτριβίαν — ξηροτριβίᾱν , ξηροτριβία dry rubbing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηροτριβίαις — ξηροτριβία dry rubbing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”